- σβανάρω
- Νμεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σβανάρω — (λ. ιταλ.), πίνω πολύ, σουρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβανάρισμα — και σβάνισμα, το, Ν [σβανάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβανάρω, μπεκρούλιασμα, μεθοκόπι … Dictionary of Greek
υποκωθωνίζομαι — Α (αποθ.) μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω, σβανάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωθωνίζομαι «πίνω πολύ, μεθώ»] … Dictionary of Greek